προδιάταξη

προδιάταξη
η, Ν [προδιατάσσω]
1. προκαταρκτική διάταξη, τοποθέτηση, τακτοποίηση
2. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο είναι τακτοποιημένα μεταξύ τους έτσι ώστε, χωρίς να επιδρά το ένα πάνω στο άλλο, να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, αλλ. προδιατεταγμένη αρμονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”